- ἀποδήμων
- ἀπόδημοςaway from one's countrymasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποδημῶν — ἀποδημέω to be away from home pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀποδημέω to be away from home pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
ошьльць — ОШЬЛЬЦ|Ь (7*), А с. 1.Отшельник: Шьдъ бо нѣкыи отъсѹдꙊ къ мѹжѫ ошьльцѫ сѣдѧштѫ. (ἀναχωρητήν) Изб 1076, 117 об.; нѣсть ошьльцю желѧ. ѥже въ градѣхъ. и въ плищи скытаниѥ. (ἀναχωρήσεως) СбТр XII/XIII, 176; Въ тъ (ж) д҃нь препд҃бнаго иосифа ошьлца.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλλοδημία — ἀλλοδημία, η (Α) [ἀλλόδημος] 1. διαμονή σε ξένη χώρα, στην αλλοδαπή, στα ξένα 2. (συνεκδοχικά) το πλήθος ξένων, τών αποδήμων … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινή Λογοτεχνία — Περιοδική έκδοση με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1947 53). Ιδρυτής της ήταν ο Ά. Αθανασόπουλος. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν συνεργασίες αποδήμων και Αθηναίων λογοτεχνών … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Χρηστάκης — (Κεστοράτι Ηπείρου 1820 – Παρίσι 1896). Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης. Σπούδασε στα Ιωάννινα και στην Κωνσταντινούπολη. Με τον Μιχαήλ Δήμου, ίδρυσε πολύ νωρίς τραπεζιτικό γραφείο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της Οθωμανικής… … Dictionary of Greek
Μακεδονικών Σπουδών, Εταιρεία — (ΕΜΣ). Επιστημονικό σωματείο που ιδρύθηκε το 1939 στη Θεσσαλονίκη με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν τον λαό και τον χώρο της Μακεδονίας, τη συλλογή σχετικού υλικού και τη δημοσίευσή του. Διαθέτει ιδιόκτητο πενταόροφο κτίριο,… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek